27/1/12

ΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ

Είναι πλούσια χώρα η πατρίδα μου: Έχει απέραντες όμορφες θάλασσες, ψηλά κρημνώδη βουνά, ακρογιάλια, νησιά, χωριά στις όχθες ποταμών, τον ήλιο άφθονο, που θεραπεύει πληγές σωμάτων και ψυχών.

Οι άνθρωποι που κατοίκησαν από νωρίς τον τόπο, οι Γραικοί, οι Έλληνες, οι Αχαιοί, οι Δωριείς, δημιούργησαν πόλεις και πολιτισμούς, έχτισαν θέατρα, μαντεία και ναούς, έγραψαν θέατρο, φιλοσόφησαν, στηλίτευσαν την αδιαφορία για τα κοινά. Πολέμησαν εχθρούς πραγματικούς και φανταστικούς, αμύνθηκαν του πατρίου εδάφους, κατάκτησαν άλλους λαούς. 

Πέρασαν απ’ το κορμί της πατρίδας μου σκλαβιές και δίσεκτα, δικτατορίες κι εμφύλιοι, σκότωσαν και σκοτώθηκαν πολλοί στα εδάφη της, χωρίς λόγο σοβαρό πολλές φορές – λες κι οι σκοτωμοί μπορεί να έχουν λόγο...
Εδώ και χιλιετηρίδες, οι άνδρες κι οι γυναίκες της υποδουλώνονται, εξορίζονται στα ξερονήσια, φυλακίζονται στα μπουντρούμια, βασανίζονται για ν’αλλαξοπιστήσουν, σκοτώνονται σε πολέμους μεγαλοϊδεατισμών.
Αντέχουν οι Έλληνες! Επιζούν πολέμων και σεισμών, πολιτισμοί θάβονται κι επάνω τους ξαναχτίζουν οι επίγονοι, νέες πόλεις πάνω στις παλιές, στους σταθμούς του υπόγειου σιδηρόδρομου περίλαμπρες προθήκες με τα κατορθώματα των προγόνων.

Κι οργανώνουν Ολυμπιάδες ξαφνικά! Με κεφαλαιοκράτες και πολιτικάντες να συντονίζουν την οργάνωση, μ’εργολάβους που δράττονται της ευκαιρίας να βγάλουν λεφτά, με δεκάδες χιλιάδες εθελοντών κι εργάτριες κι εργάτες ξένους και κακοπληρωμένους, έκαναν πάλι τον πλανήτη να τρίβει τα μάτια του, οι Έλληνες!

Τί είν’ αλήθεια η πατρίδα μου;
Η Ελλάδα του Περικλή και του Σωκράτη;
Η Μεγάλη Ελλάδα της κάτω Ιταλίας και των Συρρακουσών;
Οι κατακτήσεις του Μεγαλέξανδρου;
Οι Έλληνες της διασποράς («My big fat greek wedding»);
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος κι ο Χαρίλαος Τρικούπης;
Οι Παπανδρέου κι οι Καραμανλήδες; 
Οι «Κωλοέλληνες» του Σαββόπουλου;
Η Ελλάδα του MEGA, του Antenna και του ΣΚΑΪ;

Έχω ζήσει εργαζόμενη περίπου 10 χρόνια έξω απ’την πατρίδα μου. Πάντα ένιωθα την ανάγκη να δείξω στους φίλους μου από άλλες πατρίδες τις ομορφιές της δικής μου (κι εκείνοι εξάλλου με προσκαλούν στις δικές τους). Πάντα την υπερασπίστηκα όταν μιλούσαν για τις κακοτοπιές και τις ασκήμιες της.
Μα όταν γύριζα και πατούσα το πόδι μου στο «αγαπημένο» της έδαφος λιποτακτούσα κι έβριζα κάθε φορά και πιο δυστυχισμένη.
Πού χάθηκαν οι παραλίες της σε τόνους μεγαλοπρεπούς μπετόν με πισίνες δίπλα στη θάλασσα (!) κι απίστευτες ομπρέλλες, φουσκωτά και beach bars;
Πού εξετράπησαν τα ποτάμια της, δήθεν για να ποτίζουν κάμπους;
Χάριν ποιάς «ανάπτυξης» γέμισε βαρέα μέταλλα ο Σαρωνικός;
Ποιά, πέραν πάσης εξελικτικής λογικής, μετάλλαξη ωθεί τους κατοίκους της Αθήνας να περνούν τη μισή τους ζωή μέσα στα όλο και πιο σύγχρονα κι ακριβά τους αυτοκίνητα, ακινητοποιημένοι στη λεωφόρο Κηφισίας;
Ποιός άφησε τα θερινά σινεμά να γίνουν σκουπιδότοποι;
Ποιοί επέτρεψαν στους εργολάβους να χτίσουν έτσι την Κυψέλη, το Παγκράτι, την Καλλιθέα; Μήπως η ζήτηση;
Πώς κατάφεραν κι έγιναν οι Έλληνες τόσο απίστευτα αγενείς, τόσο απίστευτα αδιάφοροι;
Πώς είναι δυνατόν να γνωρίζουν όλοι οι δεκαπεντάχρονοι έλληνες τί είναι το bluetooth αλλά όχι κι ο μεταξοσκώληκας;

Μήπως αυτή δεν είναι πια η πατρίδα μου;

Στην πατρίδα μου μεγάλωσα παίζοντας σε χωράφια και πήγαινα για κολύμπι το μεσημέρι, με τα πόδια. Αντηλιακά, δεν χρειαζόμασταν.
Τρώγαμε ότι μαγείρευαν στο σπίτι, κι αν δεν μας άρεσαν οι φακές ας μέναμε νηστικοί.
Διασκεδάζαμε με βεγγέρες, φτιάχναμε με τα χέρια μας τ’αποκριάτικα, βγαίναμε για κάλαντα και μας κερνούσαν φρούτα και καραμέλες, χρήματα όχι. Για μικροτραυματισμούς δεν πηγαίναμε στα επείγοντα για ράμματα – κι ένα σωρό άλλα που κυκλοφόρησαν πρόσφατα και σε email...

Μετά, πέρασα στις εξετάσεις (εισαγωγικές τις λέγαμε τότε) και μπήκα στο Πανεπιστήμιο. Άλλος αέρας πιά, συνελεύσεις, η ΕΦΕΕ, το φκ και οι αγώνες του, τα δακρυγόνα για τα οποία χρησιμοποιούσαμε βαζελίνη γύρω απ’ τα μάτια. Πτυχιούχος το 79 άρχισα να κάνω αιτήσεις για δουλειά στα σχολεία ως «πρόσθετη» – έτσι ονομάζονταν τότε οι αναπληρωτές, αλλά τίποτα. Δούλεψα σε φροντιστήρια, σε οινολογικά εργαστήρια, σε εταιρείες απολυμάνσεων, σε μεταλυκειακά προπαρασκευαστικά κέντρα. Εν τω μεταξύ σπούδαζα κι άλλο. Διδακτορικό, μεταδιδακτορικά, δημοσιεύσεις, συνέδρια. Ωστόσο ήλθε κι η σειρά μου στην επετηρίδα να διοριστώ στη Δευτεροβάθμια. Δέχθηκα. Τοποθετήθηκα σ’ενα γυμνάσιο της ορεινής επαρχίας να διδάξω γεωγραφία Ηπείρων στην Α΄ Γυμνασίου. Διδάκτωρ και post διδάκτωρ, από Βιοχημεία κάτι σκάμπαζα, αλλά παιδαγωγικά; Πότε μάθαμε, ποιός να μας διδάξει, εμάς τους συλλήβδην ΠΕ4 (ακόμη έτσι μας λένε!);
Νέες περιπέτειες σε γυμνάσια και λύκεια, διαπίστωνα καθημερινά πως δεν άλλαξαν και πολλά στη μάθηση παρά τα χρόνια που μεσολάβησαν από τη δική μου την δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Απεργίες και πάλι για να μπορώ να ζήσω «αξιοπρεπώς» απ’ το μισθό μου, για να γίνουν εργαστήρια στα σχολεία, για 25 μαθητές στο τμήμα. Διεκδικούσα. Το κάθε τί, το ελάχιστο, έπρεπε να το διεκδικήσω. Έφυγα. Είπα να γυρίσω στην έρευνα την πρώτη μου αγάπη. Ξενητεύτηκα για να δουλέψω σε πιο οργανωμένα εργαστήρια. Είπα να παρατήσω τη δευτεροβάθμια, είχα πια ένα καλούτσικο CV, να διεκδικήσω μια θέση λέκτορα σε πανεπιστήμιο της πατρίδας μου. Τόσοι πολλοί συμπατριώτες μου διεκδικούσαν το ίδιο, την ίδια εποχή! Αδύνατον να τους συναγωνιστώ. Εκείνοι είχαν «γνωριμίες», εγώ δεν επεδίωξα. Τόσα χρόνια που σπούδαζα μόνο αυτό δεν θέλησα να κάνω: γνωριμίες, PR. Φταίνε μάλλον οι δάσκαλοι κι οι γονείς μου, που μου έλεγαν να είμαι καλή και δίκαιη και να μελετώ, κι έτσι θα πετύχω τους στόχους μου. Κούνια που τους κούναγε!
Θα φύγω, έλεγα, θα παραιτηθώ απ’ το σχολείο, κάτι θα βρώ να κάνω –σιγά τα λεφτά και τις συνθήκες εργασίας!
«Μην πετάς τόσα συντάξιμα» μου έλεγαν οι σώφρονες φίλοι και συγγενείς. Τους άκουσα. Επέστρεψα και μαζεύω «συντάξιμα» εδώ κι 26 χρόνια. Στο μεταξύ, η κατάσταση δεν άλλαζε στα σχολεία. 35+ μαθητές/τμήμα, τα εργαστήρια κουτσά – στραβά, οι διπλοβάρδιες, οι αποδοχές πάντα τσίμα-τσίμα. Ιδιαίτερα, τί να κάνω; Άλλη σκλαβιά κι αυτή. Δούλευα 15 ώρες την ημέρα αλλά δεν είχα χρόνο ν’απολαύσω τα χρήματα που κέρδιζα – σιγά τα πολλά δηλαδή, ένα αυτοκινητάκι αγόρασα. Τα παράτησα κι αυτά και ξενητεύτηκα πάλι. Αποσπάστηκα στα Ευρωπαϊκά σχολεία, να διδάξω για τα παιδιά των ελλήνων κοινοτικών υπαλλήλων σε διαπολιτισμικό περιβάλλον. Εδώ ανακάλυψα τί σημαίνει Εκπαιδευτικός με κεφαλαίο έψιλον. Εδώ συνειδητοποίησα πως το σχολείο θάπρεπε να εξασφαλίζει στον εκπαιδευτικό όλα όσα χρειάζεται για να διδάσκει μόνο και επομένως να δίνει τον καλύτερο εαυτό του.  Ούτε χαλασμένα φωτοτυπικά που πρέπει να μάθεις να επισκευάζεις, ούτε αλχημείες για να οργανώσεις ένα πείραμα με λειψά υλικά. Άψογες υποδομές, αξιοπρεπείς αποδοχές, υποστηρικτικό προσωπικό διοικητικό & τεχνικό, εμείς οι ίδιοι αποφασίζαμε ομαδικά & συνεργατικά για τα προγράμματα σπουδών – τί άλλο να θελήσει ο Εκπαιδευτικός που έχει μεράκι για τη δουλειά του και θέλει να βελτιώνεται διαρκώς;

΄Αλλο budget θα μου πεις, άλλη κατηγορία, πού να βρεθεί στην Ελλάδα τόσο χρήμα; Κι όλοι αυτοί οι «κοπρίτες» που παριστάνουν τους εκπαιδευτικούς, τί νομίζεις, όσο κι αν τους πληρώσεις, να λουφάρουν θα επιδιώκουν. Απεργίες, καταλήψεις, να μαζέψουν τις ελιές τους, να κάνουν ιδιαίτερα, της ήσσονος προσπάθειας – άκου που σου λέω! Ξέρω εγώ!

Αυτό λοιπόν το τελευταίο δεν είναι πατρίδα μου. Αυτό το «ξέρω εγώ, μην το συζητάς» με στοιχειώνει από τότε που γεννήθηκα. Έχω βγάλει και όρο: 
Homo sapiens – sapiens, υποείδος «Έλλην – ο – τα – πάντα – γνωρίζων»!
Πώς και γιατί; Από πού, από πότε κρατεί; Θυμούμαι πως διάβασα κάποτε την «υπερήφανη» παρατήρηση της Κατίνας Παξινού σ’έναν Άγγλο (κριτικό θεάτρου; δημοσιογράφο; - θα σας γελάσω) «όταν εμείς κάναμε θέατρο εσείς ακόμη σκαρφαλώνατε στα δέντρα». Θυμούμαι ακόμη πως είχε γίνει καραμέλα στις καφετέριες η συγκεκριμένη διήγηση, με αφελείς προεκτάσεις του τύπου όλοι οι Έλληνες είναι του μεγέθους της Παξινού κι όλοι οι Εγγλέζοι πίθηκοι, κι ένιωθα αυτό το άβολο συναίσθημα που ντρέπεσαι για λογαριασμό άλλων, κι αναρωτιέσαι κιόλας μέσα σε τόση αυτοπεποίθηση και βεβαιότητες μήπως εσύ είσαι το «γκαγκά».
Μπορεί ποτέ να έχει την παραμικρή σχέση η Παξινού με τον Ψινάκη ή την Έφη Σαρρή; Όχι δεν μπορεί.
Αυτήν όμως την πατρίδα που εκλέγει τον Ψινάκη δημοτικό σύμβουλο και κάνει την κάθε Έφη Σαρρή να βάζει υποψηφιότητα για το κοινοβούλιο, εγώ δεν την αναγνωρίζω.
Την πατρίδα που κατάντησε τα παιδιά μου στο σχολείο να δυσανασχετούν όταν ακούνε τρίτο πρόγραμμα και να ενθουσιάζονται με τις θορυβώδεις ανοησίες κάθε λογής, εγώ δεν την αναγνωρίζω.
Εκείνο το κομμάτι των πολιτικών επιλογών που στην πατρίδα μου οδήγησε τους ανθρώπους στο κυνήγι της κονόμας χωρίς κόπο αλλά με κομπίνες, δεν θέλω να το ξέρω.

Ξέρω όμως και τί φταίει: δεν είν’ οι Έλληνες εκ γενετής ατομιστές και ξερόλες – κουραφέξαλα! Απλώς αμόρφωτοι είναι πιά. Απαίδευτοι, ημιμαθείς, χωρίς καλλιέργεια, όχι έτσι στην τύχη, κάθε άλλο, με σχέδιο πολύπλευρο και συστηματικό, με πολλαπλές «εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις-ότι του φανεί του Λωλοστεφανή», από τη μεταπολίτευση και δώθε. Όχι πως η Χούντα ήξερε τί έκανε αλλά από μια δικτατορία καραβανάδων μπορείς να ζητάς ευθύνες; Από τους «πολλείς» όμως και πολλούς μεταπολιτευτικούς Υπουργούς μας της Παιδείας, ευθύνες ζητώ. Που το προσωπικό του «όραμα» για την παιδεία έκαστος, το δοκίμαζε στου κασίδη το κεφάλι τη βοηθεία και των προσωπικών του σφουγκοκωλαρίων (τέτοιους πάντα βρίσκει κανείς). Που την κάθε τούρλα που του κατέβαινε έπρεπε να την υλοποιήσει ακόμη και εις πείσμα όλης της εκπαιδευτικής κοινότητας.
10, 20, 30 χρόνια τώρα, οι «άρχοντες» και οι «αρχόντισσες» της Μητροπόλεως και κατόπιν της Νερατζιωτίσσης, ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκαν να πάνε μια βόλτα στα σχολεία όλων των βαθμίδων για να διαπιστώσουν πώς διδάσκονται γράμματα τα ελληνόπουλα. Ούτε που τους πέρασε απ’ το νού να ρωτήσουν τη γνώμη των δασκάλων της τάξης και της καθημερινής δράσης για τα προγράμματα σπουδών, αντί να φτιάχνουν επιτροπές δήθεν σοφών, που θα κάθονται κι αυτοί σε θώκους και θα σχεδιάζουν επί χάρτου με ήσυχη συνείδηση άπαντες μια που έχουν διδακτορικό στα παιδαγωγικά κι έχουν κάνει και μια βόλτα σε εκπαιδευτικά συστήματα άλλων χωρών – αγγλοσαξονικών κατά προτίμηση. Κι όταν άρχισε να φαίνεται η παταγώδης αποτυχία των κάθε λογής μεταρρυθμίσεών τους, ούτε που σκέφτηκαν πως μπορεί ν’αρμενίζουν στραβά, αποκλείεται αυτοί, ο γιαλός είναι σίγουρα στραβός κι εμπρός να τον ισιώσουμε, τον απεργό εκπαιδευτικό και τον καταληψία μαθητή δια της καταστολής.
Έτσι κατάντησε στο σήμερα η πατρίδα μου, με τους κάμπους και τα βουνά της και τον ήλιο της που χρυσολάμπει να ξεπουλιέται ως “Helios Project” στους πεπαιδευμένους Γερμανούς και Αγγλοσάξονες που «σκαρφάλωναν στα δέντρα όταν εμείς κάναμε θέατρο», έτσι...

Δεί, δή παιδείας.
Η πατρίδα του Πλάτωνα και του Ηράκλειτου, χρειάζεται επειγόντως Παιδεία, χρειάζεται «στήθος και γόνυ» πάλι, «για να τη βγάλουμε απ’τη λάσπη».
Κι όπως μας αφήνουν γειά κι οι λίγοι μεγάλοι Έλληνες που απόμειναν, απλώνεται μια μελαγχολία στο στερέωμα και λίγο-λίγο χάνεται το κουράγιο, πού να στηριχτείς;
Αν ακουγόταν μια μουσική τώρα, θα ήταν το ακκορντεόν από το «βάλς του γάμου» της Ελένης Καραΐνδρου – μα πού σκοτείνιασε και χάθηκ’ η πατρίδα μου;


                    Αθήνα, 27 Ιανουαρίου 2012